-
1 υποτακτικη
ἡ = ὑποτακτικός См. υποτακτικος II -
2 υποτακτική
-
3 ὑποτακτικῇ
-
4 υποτακτική
-
5 ὑποτακτική
-
6 υποτακτική
η грам, зависимое или сослагательное наклонение -
7 υποτακτική
[ипотактики] ουσ. Θ. (γραμ.) зависимое наклонениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποτακτική
-
8 υποτακτική
[ипотактики] ουσ θ (γραμ) зависимое наклонение. -
9 абзтаб[*][σασλαγκάτιλ'ναιε (νακλανιένιιε)][\*] επ. (γραμ.) υποτακτική (έγκλιση)
[σασλόβιιε] ουσ. ο. τάξηРусско-греческий новый словарь > абзтаб[*][σασλαγκάτιλ'ναιε (νακλανιένιιε)][\*] επ. (γραμ.) υποτακτική (έγκλιση)
-
10 абзтаб[*][σασλαγκάτιλ'ναιε (νακλανιένιιε)][\*] επ (γραμ) υποτακτική (έγκλιση)
[σασλόβιιε] ουσ ο τάξηРусско-эллинский словарь > абзтаб[*][σασλαγκάτιλ'ναιε (νακλανιένιιε)][\*] επ (γραμ) υποτακτική (έγκλιση)
-
11 ὑπο-τακτικός
ὑπο-τακτικός, ή, όν, unterordnend, unterwerfend, Sp. – Bei den Gramm. den Conjunctiv regierend, ὁ ὑποτακτικός, auch ἡ ὑποτακτική, der Subjunctiv.
-
12 наклонение
1. физ. η έγκλιση 2. косм. η κλίση 3. грам. η έγκλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклонение
-
13 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
14 сослагательный
сослагательн||ыйприл:\сослагательныйое наклонение грам. ἡ ὑποτακτική. -
15 сложноподчинённый
επ. (γραμμ.) συνθετο-υποτακτικός•-ое предложение σύνθετη υποτακτική πρόταση.
-
16 сослагательный
επ. (γραμμ.): -ое наклонение υποτακτική έγκλιση. -
17 συναρτίζω
A accommodate, ὑποτακτικὴ ἔγκλισις συνηρτισμένη οἷς ὑποτέτακται subjunctive mood being accommodated to the conjunction which governs it, A.D.Synt.246.16; f.l. for συναπαρτίζω in D.H.Comp.22.II συνηρτίζοντο· συνηθροίζοντο, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρτίζω
-
18 ὑποτακτικός
ὑπο-τακτικός, ή, όν, unterordnend, unterwerfend. Bei den Gramm. den Konjunctiv regierend; ὁ ὑποτακτικός, auch ἡ ὑποτακτική, der Subjunctiv
См. также в других словарях:
υποτακτική — η (γραμμ.), μια από τις εγκλίσεις του ρήματος, που δηλώνει επιθυμία και προσδοκία (εκφέρεται κυρ. με το να, όταν ή το ας): «Να διαβάσεις», είναι υποτακτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποτακτική — και υποταχτική, η, Ν βλ. υποτακτικός … Dictionary of Greek
ὑποτακτικῇ — ὑποτακτικός post positive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτική — ὑποτακτικός post positive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia
Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
υποτακτικός, -ή — και ιά, ό και υποταχτικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που είναι ταγμένος κάτω από τις διαταγές άλλου. 2. αυτός που υποτάσσεται πρόθυμα, ο πειθαρχικός: Υποταχτικός στρατιώτης. 3. (γραμμ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόταξη (βλ. λ.): Υποτακτική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)